- ἀναπαριάζω
- ἀναπᾰριάζω,A break treaties like the Parians, prov. in Ephor.107.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀναπαριάζειν — ἀναπαριάζω break treaties like the Parians pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαριάζω — (Μ ἀπαριάζω) παρακμάζω, παραμελώ, παραγκωνίζω, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαριάζω ετυμολογείται από το παρjάζω < παρεάζω (πρβλ. μσν. παρεάω «αφήνω κάτι να φύγει, εγκαταλείπω»), ενώ κατ άλλους από αμπαριάζω < αναπαριάζω. Σύμφωνα τέλος με… … Dictionary of Greek